Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fob fobs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fob (en)

  1. η καδένα, αλυσίδα για ρολόι τσέπης
  2. η τσέπη του γιλέκου όπου τοποθετείται το ρολόι τσέπης

Σύνθετα επεξεργασία