καδένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καδένα | οι | καδένες |
γενική | της | καδένας | των | καδένων |
αιτιατική | την | καδένα | τις | καδένες |
κλητική | καδένα | καδένες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καδένα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καδένα < βενετική cadena· δείτε επίσης την ιταλική catena και την ισπανική cadena (αλυσίδα) < λατινική catena
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαδένα θηλυκό
- αλυσίδα σε κόσμημα ή σε παλιό ρολόι τσέπης
- (ναυτικός όρος): αλυσίδα της άγκυρας, οποιαδήποτε ναυτική αλυσίδα
- ※ Όπως έρχεται η καδένα της άγκυρας, θα τη στρώνεις μια δεξιά, μια αριστερά, μη μας γίνει κουβάρι. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Το τέλος της πρώτης μέρας [διήγημα])
- ο σκαπτικός αυλακωτήρας