ενεστώτας palm off
γ΄ ενικό ενεστώτα palms off
αόριστος palmed off
παθητική μετοχή palmed off
ενεργητική μετοχή palming off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
palm off < → δείτε τις λέξεις palm και off

palm off (en)

  • (ανεπίσημο) ρίχνω, πείθω κάποιον να πιστέψει μια δικαιολογία ή μια εξήγηση που δεν είναι αληθινή, για να τον σταματήσω να κάνει ερωτήσεις ή να παραπονιέται
    ⮡  I palm off someone with promises/excuses.
    Ρίχνω κάποιον με υποσχέσεις/δικαιολογίες.

Συνώνυμα

επεξεργασία