Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυγκεντρώνω < απο- + συγκεντρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυγκεντρώνω (παθητική φωνή: αποσυγκεντρώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία