αποσυγκέντρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσυγκέντρωση | οι | αποσυγκεντρώσεις |
γενική | της | αποσυγκέντρωσης* | των | αποσυγκεντρώσεων |
αιτιατική | την | αποσυγκέντρωση | τις | αποσυγκεντρώσεις |
κλητική | αποσυγκέντρωση | αποσυγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσυγκέντρωση < αποσυγκεντρώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσυγκέντρωση θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του αποκέντρωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυγκέντρωση
|