αποσυγκεντρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποσυγκεντρώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυγκεντρώνομαι | αποσυγκεντρωνόμουν(α) | θα αποσυγκεντρώνομαι | να αποσυγκεντρώνομαι | ||
β' ενικ. | αποσυγκεντρώνεσαι | αποσυγκεντρωνόσουν(α) | θα αποσυγκεντρώνεσαι | να αποσυγκεντρώνεσαι | (αποσυγκεντρώνου) | |
γ' ενικ. | αποσυγκεντρώνεται | αποσυγκεντρωνόταν(ε) | θα αποσυγκεντρώνεται | να αποσυγκεντρώνεται | ||
α' πληθ. | αποσυγκεντρωνόμαστε | αποσυγκεντρωνόμαστε αποσυγκεντρωνόμασταν |
θα αποσυγκεντρωνόμαστε | να αποσυγκεντρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσυγκεντρώνεστε | αποσυγκεντρωνόσαστε αποσυγκεντρωνόσασταν |
θα αποσυγκεντρώνεστε | να αποσυγκεντρώνεστε | (αποσυγκεντρώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποσυγκεντρώνονται | αποσυγκεντρώνονταν αποσυγκεντρωνόντουσαν |
θα αποσυγκεντρώνονται | να αποσυγκεντρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυγκεντρώθηκα | θα αποσυγκεντρωθώ | να αποσυγκεντρωθώ | αποσυγκεντρωθεί | ||
β' ενικ. | αποσυγκεντρώθηκες | θα αποσυγκεντρωθείς | να αποσυγκεντρωθείς | αποσυγκεντρώσου | ||
γ' ενικ. | αποσυγκεντρώθηκε | θα αποσυγκεντρωθεί | να αποσυγκεντρωθεί | |||
α' πληθ. | αποσυγκεντρωθήκαμε | θα αποσυγκεντρωθούμε | να αποσυγκεντρωθούμε | |||
β' πληθ. | αποσυγκεντρωθήκατε | θα αποσυγκεντρωθείτε | να αποσυγκεντρωθείτε | αποσυγκεντρωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποσυγκεντρώθηκαν αποσυγκεντρωθήκαν(ε) |
θα αποσυγκεντρωθούν(ε) | να αποσυγκεντρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσυγκεντρωθεί | είχα αποσυγκεντρωθεί | θα έχω αποσυγκεντρωθεί | να έχω αποσυγκεντρωθεί | αποσυγκεντρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσυγκεντρωθεί | είχες αποσυγκεντρωθεί | θα έχεις αποσυγκεντρωθεί | να έχεις αποσυγκεντρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυγκεντρωθεί | είχε αποσυγκεντρωθεί | θα έχει αποσυγκεντρωθεί | να έχει αποσυγκεντρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυγκεντρωθεί | είχαμε αποσυγκεντρωθεί | θα έχουμε αποσυγκεντρωθεί | να έχουμε αποσυγκεντρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυγκεντρωθεί | είχατε αποσυγκεντρωθεί | θα έχετε αποσυγκεντρωθεί | να έχετε αποσυγκεντρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυγκεντρωθεί | είχαν αποσυγκεντρωθεί | θα έχουν αποσυγκεντρωθεί | να έχουν αποσυγκεντρωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυγκεντρώνομαι
|