ενεστώτας make over
γ΄ ενικό ενεστώτα makes over
αόριστος made over
παθητική μετοχή made over
ενεργητική μετοχή making over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make over < → δείτε τις λέξεις make και over

make over (en)

  • αλλάζω κάτι για να το κάνω να φαίνεται διαφορετικό ή για να το χρησιμοποιήσω για διαφορετικό σκοπό ή δίνω σε κάποιον μια διαφορετική εμφάνιση αλλάζοντας ρούχα, μαλλιά κτλ.
    ⮡  You can’t make over someone’s personality in a day.
    Δεν μπορείς να αλλάξεις την προσωπικότητα κάποιου σε μια μέρα.