make over
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | make over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes over |
αόριστος | made over |
παθητική μετοχή | made over |
ενεργητική μετοχή | making over |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmake over (en)
- αλλάζω κάτι για να το κάνω να φαίνεται διαφορετικό ή για να το χρησιμοποιήσω για διαφορετικό σκοπό ή δίνω σε κάποιον μια διαφορετική εμφάνιση αλλάζοντας ρούχα, μαλλιά κτλ.
- ⮡ You can’t make over someone’s personality in a day.
- Δεν μπορείς να αλλάξεις την προσωπικότητα κάποιου σε μια μέρα.
- ⮡ You can’t make over someone’s personality in a day.
Πηγές
επεξεργασία- make over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω