αποκεντρωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκεντρωτικά < αποκεντρωτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αποκεντρωτικά
- με αποκεντρωτικό τρόπο ή με σκοπό την αποκέντρωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκεντρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αποκεντρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκεντρωτικό