ενεστώτας devolve
γ΄ ενικό ενεστώτα devolves
αόριστος devolved
παθητική μετοχή devolved
ενεργητική μετοχή devolving

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈvɒɫv/

devolve (en)

  1. αποκεντρώνω λειτουργικά και εκτελεστικά, παραχωρώ δικαιώματα δράσης σε ιεραρχικά κατώτερο
  2. εκφυλίζομαι