devolve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | devolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devolves |
αόριστος | devolved |
παθητική μετοχή | devolved |
ενεργητική μετοχή | devolving |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdevolve (en)
- αποκεντρώνω λειτουργικά και εκτελεστικά, παραχωρώ δικαιώματα δράσης σε ιεραρχικά κατώτερο
- εκφυλίζομαι