Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pass down
γ΄ ενικό ενεστώτα passes down
αόριστος passed down
παθητική μετοχή passed down
ενεργητική μετοχή passing down

  Ετυμολογία επεξεργασία

pass down < → δείτε τις λέξεις pass και down

  Ρήμα επεξεργασία

pass down (en)

  • περνάω, δίνω ή διδάσκω κάτι στα παιδιά σας ή σε άτομα μικρότερα από εσάς, ώστε να συνεχίσουν να το διδάσκουν ή να το δίνουν σε άλλους
    I pass something down from father to son.
    Περνώ κάτι από πατέρα σε γιο.

  Πηγές επεξεργασία