Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεντρωτικά < συγκεντρωτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

συγκεντρωτικά

  1. με συγκεντρωτικό τρόπο
  2. συνολικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συγκεντρωτικά