συγκεντρωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυγκεντρωτικά < συγκεντρωτικός
Επίρρημα
επεξεργασίασυγκεντρωτικά
- με συγκεντρωτικό τρόπο
- συνολικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεντρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυγκεντρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκεντρωτικό