Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατανεμητέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατανεμητέ
ος
η
κατανεμητέ
α
το
κατανεμητέ
ο
γενική
του
κατανεμητέ
ου
της
κατανεμητέ
ας
του
κατανεμητέ
ου
αιτιατική
τον
κατανεμητέ
ο
την
κατανεμητέ
α
το
κατανεμητέ
ο
κλητική
κατανεμητέ
ε
κατανεμητέ
α
κατανεμητέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατανεμητέ
οι
οι
κατανεμητέ
ες
τα
κατανεμητέ
α
γενική
των
κατανεμητέ
ων
των
κατανεμητέ
ων
των
κατανεμητέ
ων
αιτιατική
τους
κατανεμητέ
ους
τις
κατανεμητέ
ες
τα
κατανεμητέ
α
κλητική
κατανεμητέ
οι
κατανεμητέ
ες
κατανεμητέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατανεμητέος
<
κατανέμω
+
-τέος
Επίθετο
επεξεργασία
κατανεμητέος
που
πρέπει
να
κατανεμηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κατανέμω
,
κατά
και
νέμω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατανεμητέος