Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατανεμητέος η κατανεμητέα το κατανεμητέο
      γενική του κατανεμητέου της κατανεμητέας του κατανεμητέου
    αιτιατική τον κατανεμητέο την κατανεμητέα το κατανεμητέο
     κλητική κατανεμητέε κατανεμητέα κατανεμητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατανεμητέοι οι κατανεμητέες τα κατανεμητέα
      γενική των κατανεμητέων των κατανεμητέων των κατανεμητέων
    αιτιατική τους κατανεμητέους τις κατανεμητέες τα κατανεμητέα
     κλητική κατανεμητέοι κατανεμητέες κατανεμητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανεμητέος < κατανέμω + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

κατανεμητέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία