apportionment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
apportionment | apportionments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαapportionment (en)
- ο επιμερισμός
- ⮡ The advantage of the collective claim is the apportionment of the cost.
- Το πλεονέκτημα της συλλογικής διεκδίκησης είναι ο επιμερισμός του κόστους.
- ⮡ The advantage of the collective claim is the apportionment of the cost.