splitting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
splitting | splittings |
splitting (en)
- η διαίρεση, ο επιμερισμός
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαsplitting (en)
ενικός | πληθυντικός |
splitting | splittings |
splitting (en)
splitting (en)