partage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- partage < partager
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
partage αρσενικό
- ο κλήρος
- ο μερισμός
- η διανομή
- η κατανομή
- η μοιρασιά
- ο καταμερισμός
- το μοίρασμα
- ο διαμοιρασμός