Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντάμωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αντάμωμα
τα
ανταμώμα
τ
α
γενική
του
ανταμώμα
τ
ος
των
ανταμωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αντάμωμα
τα
ανταμώμα
τ
α
κλητική
αντάμωμα
ανταμώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντάμωμα
<
ανταμώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντάμωμα
ουδέτερο
η
αντάμωση
, η
συνάντηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντάμωμα
→
δείτε
τη λέξη
συνάντηση