ανταμώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταμώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμώνω < ἀντάμα
Ρήμα επεξεργασία
ανταμώνω
- (μεταβατικό) συναντώ
- (αμετάβατο) (στον πληθυντικό) συναντιέμαι
Συγγενικά επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταμώνω | αντάμωνα | θα ανταμώνω | να ανταμώνω | ανταμώνοντας | |
β' ενικ. | ανταμώνεις | αντάμωνες | θα ανταμώνεις | να ανταμώνεις | αντάμωνε | |
γ' ενικ. | ανταμώνει | αντάμωνε | θα ανταμώνει | να ανταμώνει | ||
α' πληθ. | ανταμώνουμε | ανταμώναμε | θα ανταμώνουμε | να ανταμώνουμε | ||
β' πληθ. | ανταμώνετε | ανταμώνατε | θα ανταμώνετε | να ανταμώνετε | ανταμώνετε | |
γ' πληθ. | ανταμώνουν(ε) | αντάμωναν ανταμώναν(ε) |
θα ανταμώνουν(ε) | να ανταμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντάμωσα | θα ανταμώσω | να ανταμώσω | ανταμώσει | ||
β' ενικ. | αντάμωσες | θα ανταμώσεις | να ανταμώσεις | αντάμωσε | ||
γ' ενικ. | αντάμωσε | θα ανταμώσει | να ανταμώσει | |||
α' πληθ. | ανταμώσαμε | θα ανταμώσουμε | να ανταμώσουμε | |||
β' πληθ. | ανταμώσατε | θα ανταμώσετε | να ανταμώσετε | ανταμώστε | ||
γ' πληθ. | αντάμωσαν ανταμώσαν(ε) |
θα ανταμώσουν(ε) | να ανταμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταμώσει | είχα ανταμώσει | θα έχω ανταμώσει | να έχω ανταμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταμώσει | είχες ανταμώσει | θα έχεις ανταμώσει | να έχεις ανταμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταμώσει | είχε ανταμώσει | θα έχει ανταμώσει | να έχει ανταμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταμώσει | είχαμε ανταμώσει | θα έχουμε ανταμώσει | να έχουμε ανταμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταμώσει | είχατε ανταμώσει | θα έχετε ανταμώσει | να έχετε ανταμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταμώσει | είχαν ανταμώσει | θα έχουν ανταμώσει | να έχουν ανταμώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταμώνω
→ δείτε τις λέξεις συναντώ και συναντιέμαι |