ανταμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνταμώνω < ἀντάμα < ελληνιστική κοινή ἐν τῷ ἅμα (μαζί)
Ρήμα
επεξεργασίαανταμώνω
- (μεταβατικό) συναντώ κάποιον
- (αμετάβατο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) (στον πληθυντικό) συναντιέμαι
- ※ Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν’ ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Ας κρατήσουν οι χοροί, (1983) Διονύσης Σαββόπουλος, στίχοι και σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος, album: Τραπεζάκια Έξω.
- ※ Ο Τούμας είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να γαντζωθεί από την κουπαστή. Τα μάτια του ήταν γεμάτα τρόμο όταν ανταμώσανε τα βλέμματά μας. Τον κοιτούσα σιωπηλή.
«Βοήθησέ με, σε παρακαλώ» φώναξε εκείνος.- Camilla Lackberg, Ασημένια φτερά, αρχική δημοσίευση: (2020), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180324853, μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης, @google.gr/books
- ※ Να μας έχει ο Θεός γερούς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταμώνω | αντάμωνα | θα ανταμώνω | να ανταμώνω | ανταμώνοντας | |
β' ενικ. | ανταμώνεις | αντάμωνες | θα ανταμώνεις | να ανταμώνεις | αντάμωνε | |
γ' ενικ. | ανταμώνει | αντάμωνε | θα ανταμώνει | να ανταμώνει | ||
α' πληθ. | ανταμώνουμε | ανταμώναμε | θα ανταμώνουμε | να ανταμώνουμε | ||
β' πληθ. | ανταμώνετε | ανταμώνατε | θα ανταμώνετε | να ανταμώνετε | ανταμώνετε | |
γ' πληθ. | ανταμώνουν(ε) | αντάμωναν ανταμώναν(ε) |
θα ανταμώνουν(ε) | να ανταμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντάμωσα | θα ανταμώσω | να ανταμώσω | ανταμώσει | ||
β' ενικ. | αντάμωσες | θα ανταμώσεις | να ανταμώσεις | αντάμωσε | ||
γ' ενικ. | αντάμωσε | θα ανταμώσει | να ανταμώσει | |||
α' πληθ. | ανταμώσαμε | θα ανταμώσουμε | να ανταμώσουμε | |||
β' πληθ. | ανταμώσατε | θα ανταμώσετε | να ανταμώσετε | ανταμώστε | ||
γ' πληθ. | αντάμωσαν ανταμώσαν(ε) |
θα ανταμώσουν(ε) | να ανταμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταμώσει | είχα ανταμώσει | θα έχω ανταμώσει | να έχω ανταμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταμώσει | είχες ανταμώσει | θα έχεις ανταμώσει | να έχεις ανταμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταμώσει | είχε ανταμώσει | θα έχει ανταμώσει | να έχει ανταμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταμώσει | είχαμε ανταμώσει | θα έχουμε ανταμώσει | να έχουμε ανταμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταμώσει | είχατε ανταμώσει | θα έχετε ανταμώσει | να έχετε ανταμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταμώσει | είχαν ανταμώσει | θα έχουν ανταμώσει | να έχουν ανταμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταμώνω
→ δείτε τις λέξεις συναντώ και συναντιέμαι |
Πηγές
επεξεργασία- ανταμώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανταμώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ανταμώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας