Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταμώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμώνω < ἀντάμα

  Ρήμα επεξεργασία

ανταμώνω

  1. (μεταβατικό) συναντώ
  2. (αμετάβατο) (στον πληθυντικό) συναντιέμαι

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία