αντάμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντάμωση | οι | ανταμώσεις |
γενική | της | αντάμωσης* | των | ανταμώσεων |
αιτιατική | την | αντάμωση | τις | ανταμώσεις |
κλητική | αντάμωση | ανταμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταμώσεως Και λαϊκότροπος πληθυντικός, αντάμωσες όπως στο καλές αντάμωσες'. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντάμωση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντάμωσις.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε ανταμώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντάμωση θηλυκό
- η συνάντηση δύο ή περισσότερων ανθρώπων, κυρίως μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα
- ⮡ Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντάμωση
→ δείτε τη λέξη συνάντηση |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντάμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αντάμωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)