Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανταμώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταμώνω
  2. θα ανταμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταμώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανταμώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντάμωση