Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντάμωσις < ἀνταμώνω + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αντάμωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀντάμωσις θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία