διχοτόμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διχοτόμηση | οι | διχοτομήσεις |
γενική | της | διχοτόμησης* | των | διχοτομήσεων |
αιτιατική | τη | διχοτόμηση | τις | διχοτομήσεις |
κλητική | διχοτόμηση | διχοτομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διχοτομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διχοτόμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διχοτόμησις[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.xoˈto.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐χο‐τό‐μη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιχοτόμηση θηλυκό
- ο χωρισμός στα δύο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διχοτόμηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διχοτόμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας