πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχοτόμηση οι διχοτομήσεις
      γενική της διχοτόμησης* των διχοτομήσεων
    αιτιατική τη διχοτόμηση τις διχοτομήσεις
     κλητική διχοτόμηση διχοτομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διχοτομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.xoˈto.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διχοτόμηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία