jack plug
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jack plug | jack plugs |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαjack plug (en)
- το βύσμα, ένας τύπος βύσματος που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση μεταξύ των μερών ενός ηχοσυστήματος κτλ.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- jack plug στην αγγλική Βικιπαίδεια