ενικός         πληθυντικός  
jack plug jack plugs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jack plug < → δείτε τις λέξεις jack και plug

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

jack plug (en)

  • το βύσμα, ένας τύπος βύσματος που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση μεταξύ των μερών ενός ηχοσυστήματος κτλ.
    ⮡  headphones with a 3.5mm headphone jack plug - ακουστικά με βύσμα ακουστικών 3,5 χλστ.
     συνώνυμα:  jack και plug

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • jack plug στην αγγλική Βικιπαίδεια