jack up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jack up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jacks up |
αόριστος | jacked up |
παθητική μετοχή | jacked up |
ενεργητική μετοχή | jacking up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαjack up (en)
- σηκώνω με γρύλο
- ⮡ I jacked up the car to change the tire.
- Σήκωσα το αυτοκίνητο με τον γρύλο για ν' αλλάξω το λάστιχο.
- ⮡ I jacked up the car to change the tire.
- (ανεπίσημο) αυξάνω κάτι, ειδικά τις τιμές, κατά ένα μεγάλο ποσό
- ⮡ They’re jacking up the prices on everything!
- Αυξάνουν τις τιμές για τα πάντα!
- ⮡ They’re jacking up the prices on everything!