ενεστώτας jack up
γ΄ ενικό ενεστώτα jacks up
αόριστος jacked up
παθητική μετοχή jacked up
ενεργητική μετοχή jacking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jack up < → δείτε τις λέξεις jack και up

jack up (en)

  1. σηκώνω με γρύλο
    ⮡  I jacked up the car to change the tire.
    Σήκωσα το αυτοκίνητο με τον γρύλο για ν' αλλάξω το λάστιχο.
  2. (ανεπίσημο) αυξάνω κάτι, ειδικά τις τιμές, κατά ένα μεγάλο ποσό
    ⮡  They’re jacking up the prices on everything!
    Αυξάνουν τις τιμές για τα πάντα!