Ετυμολογία

επεξεργασία
βυσματώνω < βύσμα

βυσματώνω , αόρ.: βυσμάτωσα, παθ.φωνή: βυσματώνομαι, π.αόρ.: βυσματώθηκα, μτχ.π.π.: βυσματωμένος

  1. (κυριολεκτικά) ενώνω κάτι με βύσμα
  2. (μεταφορικά) ενεργώ χρησιμοποιώντας κάποιο μέσον ώστε να γίνει κάτι υπέρ μου και να το στερήσω από κάποιον άλλον (και ως στρατιωτική αργκό)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία