Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ένα τρακτέρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρακτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tracteur[1] < λατινικά tractus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος traho (σύρω, τραβώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρακτέρ ουδέτερο άκλιτο

  • μεγάλο όχημα με μεγάλους οπίσθιους τροχούς και μικρότερους εμπρόσθιους που χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία