ελκυστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελκυστήρας < αρχαία ελληνική ἑλκυστήρ (αιτιατική τὸν ἑλκυστῆρα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tracteur[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελκυστήρας αρσενικό
- μηχάνημα που έλκει
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανελκυστήρας
- ελκυστής (μαθηματικός όρος)
→ και δείτε τη λέξη έλκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελκυστήρας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελκυστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας