Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελκυστήρας οι ελκυστήρες
      γενική του ελκυστήρα των ελκυστήρων
    αιτιατική τον ελκυστήρα τους ελκυστήρες
     κλητική ελκυστήρα ελκυστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελκυστήρας < αρχαία ελληνική ἑλκυστήρ (αιτιατική τὸν ἑλκυστῆρα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tracteur[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελκυστήρας αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έλκω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία