Ετυμολογία

επεξεργασία
traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ- (σύρω, τραβώ) / *dʰerāgʰ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtra.hoː/

traho (la)

  1. τραβώ, σύρω
  2. λεηλατώ

Συνώνυμα

επεξεργασία