τρακτερωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρακτερωτός, -ή, -ό
- που έχει προεξοχές ή εγκοπές
- τρακτερωτό ελαστικό
- τρακτερωτή σόλα παπουτσιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρακτερωτός
|
τρακτερωτός, -ή, -ό
|