↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρακτερωτός η τρακτερωτή το τρακτερωτό
      γενική του τρακτερωτού της τρακτερωτής του τρακτερωτού
    αιτιατική τον τρακτερωτό την τρακτερωτή το τρακτερωτό
     κλητική τρακτερωτέ τρακτερωτή τρακτερωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρακτερωτοί οι τρακτερωτές τα τρακτερωτά
      γενική των τρακτερωτών των τρακτερωτών των τρακτερωτών
    αιτιατική τους τρακτερωτούς τις τρακτερωτές τα τρακτερωτά
     κλητική τρακτερωτοί τρακτερωτές τρακτερωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρακτερωτός < τρακτέρ + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

τρακτερωτός, -ή, -ό

  • που έχει προεξοχές ή εγκοπές
    τρακτερωτό ελαστικό
    τρακτερωτή σόλα παπουτσιού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία