↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοργωσιά οι ανοργωσιές
      γενική της ανοργωσιάς των ανοργωσιών
    αιτιατική την ανοργωσιά τις ανοργωσιές
     κλητική ανοργωσιά ανοργωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοργωσιά < αν- στερητικό + οργωσιά [1] < οργώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.noɾ.ɣoˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νορ‐γω‐σιά
παρώνυμο: ανοργανωσιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοργωσιά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οργώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανοργωσιάΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας