ανόργωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈnoɾ.ɣo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νόρ‐γω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανόργωτος, -η, -ο
- που δεν οργώθηκε
- που δεν μπορεί να οργωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη οργώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανόργωτος
Πηγές
επεξεργασία- ανόργωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανόργωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας