Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργωμένος η οργωμένη το οργωμένο
      γενική του οργωμένου της οργωμένης του οργωμένου
    αιτιατική τον οργωμένο την οργωμένη το οργωμένο
     κλητική οργωμένε οργωμένη οργωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργωμένοι οι οργωμένες τα οργωμένα
      γενική των οργωμένων των οργωμένων των οργωμένων
    αιτιατική τους οργωμένους τις οργωμένες τα οργωμένα
     κλητική οργωμένοι οργωμένες οργωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οργωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οργώνω

  Μετοχή επεξεργασία

οργωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία