οργωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.ɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
οργωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οργώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία- αροτριωμένος (λόγιο)
- αλετρισμένος (λιγότερο συνηθισμένο)