οργωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργωσιά | οι | οργωσιές |
γενική | της | οργωσιάς | των | οργωσιών |
αιτιατική | την | οργωσιά | τις | οργωσιές |
κλητική | οργωσιά | οργωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοργωσιά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οργώνω ή η κατάσταση του οργωμένου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οργωσιά
|