οργωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οργωτής | οι | οργωτές |
γενική | του | οργωτή | των | οργωτών |
αιτιατική | τον | οργωτή | τους | οργωτές |
κλητική | οργωτή | οργωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργωτής αρσενικό
- αυτός που οργώνει
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργωτής
|