Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουκόλος οι βουκόλοι
      γενική του βουκόλου των βουκόλων
    αιτιατική τον βουκόλο τους βουκόλους
     κλητική βουκόλε βουκόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουκόλος < από το αρχαίο βουκόλος < βοῦς = βόδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουκόλος αρσενικό


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουκόλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουκόλος αρσενικό

  • (επάγγελμα) βουκόλος
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 164.1
    Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται.
    Στους Αιγυπτίους υπάρχουν επτά τάξεις, οι οποίες ονομάζονται: ιερείς, στρατιωτικοί, βουκόλοι, χοιροβοσκοί, έμποροι, διερμηνείς, πηδαλιούχοι.
    Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία