Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουκολέω < βουκόλος

  Ρήμα επεξεργασία

βουκολέω - βουκολῶ (συνηρημένο)

  • βόσκω βόδια