Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοεικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
βοεικ
ός
ἡ
βοεικ
ή
τὸ
βοεικ
όν
γενική
τοῦ
βοεικ
οῦ
τῆς
βοεικ
ῆς
τοῦ
βοεικ
οῦ
δοτική
τῷ
βοεικ
ῷ
τῇ
βοεικ
ῇ
τῷ
βοεικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
βοεικ
όν
τὴν
βοεικ
ήν
τὸ
βοεικ
όν
κλητική
ὦ
!
βοεικ
έ
βοεικ
ή
βοεικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
βοεικ
οί
αἱ
βοεικ
αί
τὰ
βοεικ
ᾰ́
γενική
τῶν
βοεικ
ῶν
τῶν
βοεικ
ῶν
τῶν
βοεικ
ῶν
δοτική
τοῖς
βοεικ
οῖς
ταῖς
βοεικ
αῖς
τοῖς
βοεικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
βοεικ
ούς
τὰς
βοεικ
ᾱ́ς
τὰ
βοεικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
βοεικ
οί
βοεικ
αί
βοεικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
βοεικ
ώ
τὼ
βοεικ
ᾱ́
τὼ
βοεικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
βοεικ
οῖν
τοῖν
βοεικ
αῖν
τοῖν
βοεικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βοεικός
<
βοῦς
Επίθετο
επεξεργασία
βοεικός, -ή, -όν
που ανήκει στο
βόδι
που είναι κατάλληλος για το
βόδι
βοδινός
, από
βόδι
Συνώνυμα
επεξεργασία
βόειος