βούπρηστις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βούπρηστῐς | αἱ | βουπρήστεις |
γενική | τῆς | βουπρήστεως & βουπρήστιδιδος |
τῶν | βουπρήστεων |
δοτική | τῇ | βουπρήστει | ταῖς | βουπρήστεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | βούπρηστῐν | τὰς | βουπρήστεις |
κλητική ὦ! | βούπρηστῐ | βουπρήστεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουπρήστει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουπρηστέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βούπρηστις, -ιδος/εως θηλυκό
- (εντομολογία) είδος δηλητηριώδους κανθαρίδας που προκαλεί πρήξιμο και θάνατο στα βόδια, όταν τύχει και τη φάνε μαζί με τα χόρτα
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 60, 3 Περὶ τῶν διψάδων @wikisource @scaife.perseus
- ἑρπετὰ γὰρ ποικίλα μεγέθει τε μέγιστα καὶ πλήθει πάμπολλα καὶ τὰς μορφὰς ἀλλόκοτα καὶ τὸν ἰὸν ἄμαχα ἐπινέμεται τὴν γῆν, τὰ μὲν ὑποβρύχια, φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου, τὰ δὲ ἄνω ἐπιπολάζοντα, φύσαλοι καὶ ἀσπίδες καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ βουπρήστεις καὶ ἀκοντίαι καὶ ἀμφίσβαιναι καὶ δράκοντες καὶ σκορπίων γένος διττόν, τὸ μὲν ἕτερον ἐπίγειόν τε καὶ πεζόν, ὑπέρμεγα καὶ πολυσφόνδυλον, θάτερον δὲ ἐναέριον καὶ πτηνόν, ὑμενόπτερον δὲ οἷα ταῖς ἀκρίσι καὶ τέττιξι καὶ νυκτερίσι τὰ πτερά.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 60, 3 Περὶ τῶν διψάδων @wikisource @scaife.perseus
Πηγές επεξεργασία
- βούπρηστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.