Ετυμολογία 1

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βουφορβός τὸ βουφορβόν
      γενική τοῦ/τῆς βουφορβοῦ τοῦ βουφορβοῦ
      δοτική τῷ/τῇ βουφορβ τῷ βουφορβ
    αιτιατική τὸν/τὴν βουφορβόν τὸ βουφορβόν
     κλητική ! βουφορβέ βουφορβόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βουφορβοί τὰ βουφορβᾰ́
      γενική τῶν βουφορβῶν τῶν βουφορβῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς βουφορβοῖς τοῖς βουφορβοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς βουφορβούς τὰ βουφορβᾰ́
     κλητική ! βουφορβοί βουφορβᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βουφορβώ τὼ βουφορβώ
      γεν-δοτ τοῖν βουφορβοῖν τοῖν βουφορβοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
βουφορβός < (βοῦς) βου- + -φορβός (< φέρβω)

  Επίθετο

επεξεργασία

βουφορβός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βοῦς και φέρβω

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουφορβός οἱ βουφορβοί
      γενική τοῦ βουφορβοῦ τῶν βουφορβῶν
      δοτική τῷ βουφορβ τοῖς βουφορβοῖς
    αιτιατική τὸν βουφορβόν τοὺς βουφορβούς
     κλητική ! βουφορβέ βουφορβοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουφορβώ
γεν-δοτ τοῖν  βουφορβοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βουφορβός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βουφορβός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουφορβός αρσενικό