βουφορβῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβουφορβῶν
- γενική πληθυντικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του βουφορβός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βουφορβόν) του βουφορβός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβουφορβῶν αρσενικό