γαστριμαργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαστριμαργία < αρχαία ελληνική γαστριμαργία < γαστρίμαργος < γαστήρ + μάργος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαστριμαργία θηλυκό
- η κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας φαγητού ή ποτού από όση είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαστριμαργία
|