↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαστρίμαργος η γαστρίμαργη το γαστρίμαργο
      γενική του γαστρίμαργου της γαστρίμαργης του γαστρίμαργου
    αιτιατική τον γαστρίμαργο τη γαστρίμαργη το γαστρίμαργο
     κλητική γαστρίμαργε γαστρίμαργη γαστρίμαργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαστρίμαργοι οι γαστρίμαργες τα γαστρίμαργα
      γενική των γαστρίμαργων των γαστρίμαργων των γαστρίμαργων
    αιτιατική τους γαστρίμαργους τις γαστρίμαργες τα γαστρίμαργα
     κλητική γαστρίμαργοι γαστρίμαργες γαστρίμαργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαστρίμαργος < αρχαία ελληνική γαστρίμαργος < γαστρί- ( < γαστήρ) + μάργος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαστρίμαργος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γαστρίμαργος τὸ γαστρίμαργον
      γενική τοῦ/τῆς γαστριμάργου τοῦ γαστριμάργου
      δοτική τῷ/τῇ γαστριμάργ τῷ γαστριμάργ
    αιτιατική τὸν/τὴν γαστρίμαργον τὸ γαστρίμαργον
     κλητική ! γαστρίμαργε γαστρίμαργον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γαστρίμαργοι τὰ γαστρίμαργ
      γενική τῶν γαστριμάργων τῶν γαστριμάργων
      δοτική τοῖς/ταῖς γαστριμάργοις τοῖς γαστριμάργοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γαστριμάργους τὰ γαστρίμαργ
     κλητική ! γαστρίμαργοι γαστρίμαργ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαστριμάργω τὼ γαστριμάργω
      γεν-δοτ τοῖν γαστριμάργοιν τοῖν γαστριμάργοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαστρίμαργος < γαστήρ + μάργος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαστρίμαργος, -ος, -ον

  • αχόρταγος, λαίμαργος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 52 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.52)
    ἐμοὶ δʼ ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τινʼ εἰπεῖν· ἀφίσταμαι·
    Εγώ όμως λαίμαργο κανέναν απ᾽ τους μακάριους δεν γίνεται να πω· μακριά από μένα τέτοιος λόγος.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1118b
    ἀναπλήρωσις γὰρ τῆς ἐνδείας ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία. διὸ λέγονται οὗτοι γαστρίμαργοι, ὡς παρὰ τὸ δέον πληροῦντες αὐτήν. τοιοῦτοι δὲ γίνονται οἱ λίαν ἀνδραποδώδεις.
    η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε «γαστρίμαργους», θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει — έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι·
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: λαίμαργος