γαστρίμαργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαστρίμαργος < αρχαία ελληνική γαστρίμαργος < γαστρί- ( < γαστήρ) + μάργος
Επίθετο
επεξεργασίαγαστρίμαργος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαστρίμαργος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγαστρίμαργος, -ος, -ον
- αχόρταγος, λαίμαργος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 52 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.52)
- ἐμοὶ δʼ ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τινʼ εἰπεῖν· ἀφίσταμαι·
- Εγώ όμως λαίμαργο κανέναν απ᾽ τους μακάριους δεν γίνεται να πω· μακριά από μένα τέτοιος λόγος.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐμοὶ δʼ ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τινʼ εἰπεῖν· ἀφίσταμαι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1118b
- ἀναπλήρωσις γὰρ τῆς ἐνδείας ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία. διὸ λέγονται οὗτοι γαστρίμαργοι, ὡς παρὰ τὸ δέον πληροῦντες αὐτήν. τοιοῦτοι δὲ γίνονται οἱ λίαν ἀνδραποδώδεις.
- η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε «γαστρίμαργους», θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει — έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀναπλήρωσις γὰρ τῆς ἐνδείας ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία. διὸ λέγονται οὗτοι γαστρίμαργοι, ὡς παρὰ τὸ δέον πληροῦντες αὐτήν. τοιοῦτοι δὲ γίνονται οἱ λίαν ἀνδραποδώδεις.
- ≈ συνώνυμα: λαίμαργος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 52 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.52)
Πηγές
επεξεργασία- γαστρίμαργος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαστρίμαργος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.