γαστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γαστηρ- γαστερ- γαστρ- | |||||
ονομαστική | ἡ | γαστήρ | αἱ | γαστέρες | |
γενική | τῆς | γαστρός & ποιητικό: γαστέρος |
τῶν | γαστέρων | |
δοτική | τῇ | γαστρῐ́ & ποιητικό: γαστέρῐ |
ταῖς | γαστρᾰ́σῐ(ν) & ιωνικός γαστῆρσῐ | |
αιτιατική | τὴν | γαστέρᾰ | τὰς | γαστέρᾰς | |
κλητική ὦ! | γαστήρ* | γαστέρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαστέρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γαστέροιν | |||
* Η δοτική ενικού, όπως η ονομαστική (διαφορετικά από τα άλλα συγκοπτόμενα όπου είναι όμοια με το αδύνατο θέμα). | |||||
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'γαστήρ' όπως «γαστήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαστήρ < → λείπει η ετυμολογία
- Συγγενή: γέμω, γάστρα και γέντα (έντερα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαστήρ θηλυκό
- (ανατομία) η κοιλιά, η γαστέρα
- η επιθυμία για φαγητό
- η μήτρα
- Ἡσαΐα χόρευε, ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον (ψαλμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται grc)
Πηγές
επεξεργασία- γαστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.