γάστρις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γάστρις-ιδος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- γαστρίζω (καταπίνω, παραγεμίζω την κοιλιά)
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- γαστρίμαργος (+ μάργος), γαστριμαργία
- γαστροβαρής (+ βαρέω : η έγκυος)
- γαστροκνημία (το σαρκώδες τμήμα της κνήμης, η γάμπα)