Ετυμολογία

επεξεργασία

γαστρίον < γάστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίον ή υποκοριστικό του γαστήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαστρίον ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) το λουκάνικο
  2. υποκοριστικό του γάστρα