Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστροβαρής < γαστήρ και βαρέω

  Επίθετο επεξεργασία

γαστροβαρής, ής, ές

  1. με βάρος στην κοιλιά
  2. έγκυος