Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιγούρης οι λιγούρηδες
      γενική του λιγούρη των λιγούρηδων
    αιτιατική τον λιγούρη τους λιγούρηδες
     κλητική λιγούρη λιγούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγούρης < λιγούρα + -ης < λιγώνω < ελληνιστική κοινή ὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιγούρης αρσενικό

  1. αυτός που ορέγεται κάτι (φαγητό) έντονα
  2. (μειωτικό) ο πεινάλας
  3. (μεταφορικά) ο πάμφτωχος ή αυτός που αποζητά να εκμεταλλευτεί κάθε υποψία ευκαιρίας για οικονομικό όφελος ή κέρδος (από τρίτους ή καταστάσεις), ενίοτε με μηδαμινό ή δίχως κανένα αντάλλαγμα
    μαζεύεται ο κάθε λιγούρης να δει τι θα προλάβει ν' αρπάξει απ' το ξεπούλημα
  4. (μεταφορικά) (μειωτικό) ο στερημένος οικονομικά ή σεξουαλικά
    κοίτα τον λιγούρη πώς κοιτάει τις κοπελίτσες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία