λιγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιγώνω < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Ρήμα
επεξεργασίαλιγώνω (παθητική φωνή: λιγώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία
|
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιγώνω | λίγωνα | θα λιγώνω | να λιγώνω | λιγώνοντας | |
β' ενικ. | λιγώνεις | λίγωνες | θα λιγώνεις | να λιγώνεις | λίγωνε | |
γ' ενικ. | λιγώνει | λίγωνε | θα λιγώνει | να λιγώνει | ||
α' πληθ. | λιγώνουμε | λιγώναμε | θα λιγώνουμε | να λιγώνουμε | ||
β' πληθ. | λιγώνετε | λιγώνατε | θα λιγώνετε | να λιγώνετε | λιγώνετε | |
γ' πληθ. | λιγώνουν(ε) | λίγωναν λιγώναν(ε) |
θα λιγώνουν(ε) | να λιγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίγωσα | θα λιγώσω | να λιγώσω | λιγώσει | ||
β' ενικ. | λίγωσες | θα λιγώσεις | να λιγώσεις | λίγωσε | ||
γ' ενικ. | λίγωσε | θα λιγώσει | να λιγώσει | |||
α' πληθ. | λιγώσαμε | θα λιγώσουμε | να λιγώσουμε | |||
β' πληθ. | λιγώσατε | θα λιγώσετε | να λιγώσετε | λιγώστε | ||
γ' πληθ. | λίγωσαν λιγώσαν(ε) |
θα λιγώσουν(ε) | να λιγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιγώσει | είχα λιγώσει | θα έχω λιγώσει | να έχω λιγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιγώσει | είχες λιγώσει | θα έχεις λιγώσει | να έχεις λιγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιγώσει | είχε λιγώσει | θα έχει λιγώσει | να έχει λιγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιγώσει | είχαμε λιγώσει | θα έχουμε λιγώσει | να έχουμε λιγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιγώσει | είχατε λιγώσει | θα έχετε λιγώσει | να έχετε λιγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιγώσει | είχαν λιγώσει | θα έχουν λιγώσει | να έχουν λιγώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιγώνω