Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγώνω < (ελληνιστική κοινήὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος

λιγώνω (παθητική φωνή: λιγώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία