λιγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαλιγωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λιγώνω
- ≈ συνώνυμα: λιπόθυμος, ζαλισμένος → δείτε και τη λέξη ξελιγωμένος