Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαλισμένος η ζαλισμένη το ζαλισμένο
      γενική του ζαλισμένου της ζαλισμένης του ζαλισμένου
    αιτιατική τον ζαλισμένο τη ζαλισμένη το ζαλισμένο
     κλητική ζαλισμένε ζαλισμένη ζαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαλισμένοι οι ζαλισμένες τα ζαλισμένα
      γενική των ζαλισμένων των ζαλισμένων των ζαλισμένων
    αιτιατική τους ζαλισμένους τις ζαλισμένες τα ζαλισμένα
     κλητική ζαλισμένοι ζαλισμένες ζαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.liˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐λι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ζαλισμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία