Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζαλισμέν
ος
η
ζαλισμέν
η
το
ζαλισμέν
ο
γενική
του
ζαλισμέν
ου
της
ζαλισμέν
ης
του
ζαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
ζαλισμέν
ο
τη
ζαλισμέν
η
το
ζαλισμέν
ο
κλητική
ζαλισμέν
ε
ζαλισμέν
η
ζαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζαλισμέν
οι
οι
ζαλισμέν
ες
τα
ζαλισμέν
α
γενική
των
ζαλισμέν
ων
των
ζαλισμέν
ων
των
ζαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
ζαλισμέν
ους
τις
ζαλισμέν
ες
τα
ζαλισμέν
α
κλητική
ζαλισμέν
οι
ζαλισμέν
ες
ζαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
za.liˈzme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ζα‐λι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
ζαλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ζαλίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
ζαβλακωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαλισμένος
αγγλικά
:
dizzy
(en)
,
woozy
(en)