dizzy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dizzy |
συγκριτικός | dizzier |
υπερθετικός | dizziest |
Επίθετο
επεξεργασίαdizzy (en)
- ζαλίζομαι, μου έρχεται ζάλη
- ⮡ I have to eat something because I am dizzy.
- Πρέπει να φάω κάτι γιατί ζαλίζομαι.
- ⮡ As she went up the stairs, she became dizzy.
- Όπως ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.
- ⮡ I have to eat something because I am dizzy.